"Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήσετε!

Έχουμε μωρά μαζί μας, έχουμε γέροντες...κορίτσια...

Είστε υπεύθυνοι!

Μας προδώσανε! Μας ξεπουλήσανε! Πανάθεμα τους!

Ναύαρχε τι κάνεις; Ναύαρχε σώσε μας!

Φωτιά! Φωτιά!

"Ιt is the conviction of the International Association of Genocide Scholars that the Ottoman campaign against Christian minorities of the Empire between 1914 and 1923 constituted a genocide against Armenians, Assyrians, and Pontian and Anatolian Greeks."
IAGS

19 ΜΑΙΟΥ. ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ.

19 ΜΑΙΟΥ. ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ ΤΟΝ ΠΟΝΤΟ.
Η γενοκτονία των Ποντίων δεν υπόκειται σε ιστορική και πολιτική διαπραγμάτευση. Έχει αναγνωρισθεί κι αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα. Δεν χαρίζουμε σε κανέναν το Αίμα Τους. Δεν ξεχνάμε.


Ούτε το όνομα μου-Thea Halo



Απόσπασμα από το Κεφάλαιο 19

Κάθε μέρα, η Μαθεία έμοιαζε βαρύτερη στην πλάτη μου και το βρωμερό, μακρυμάνικο φουστάνι μου, γεμάτο σκόνη και ιδρώτα, κολλούσε πάνω μου σαν υγρή κόλλα. Κάθε μέρα που περνούσε, η Μητέρα έδειχνε όλο και πιο εξασθενημένη, ίσως εξαιτίας της πρόσθετης επιβάρυνσης από το θήλασμα των διδύμων χωρίς αρκετή τροφή και νερό. Στην άκρη μιας μικρής πόλης, υπήρχε μια βρύση και το νερό έτρεχε σαν θησαυρός σε μια πέτρινη γούρνα και μετά χυνόταν στο έδαφος. Από το νερό, οι πέτρες γύρω από τη βρύση είχαν μαυρίσει.

Δε θυμάμαι άλλη φορά που η Μητέρα να έδειξε τέτοια απεγνωσμένη επιθυμία για κάτι. Υπήρχε πάντα η γεμάτη χάρη Γκιουζέλ, όπως την είχαν ονομάσει οι Τούρκοι, ένα πολύτιμο πετράδι προικισμένο με περίσσεια υπομονή. Αυτή τη φορά, όμως, η Μητέρα ξέφυγε από τη πορεία για να τρέξει παραπατώντας μέχρι τη βρύση. Οι υπόλοιποι σταμάτησαν και την παρακολουθούσαν με αγωνία, έτοιμοι να τρέξουν και αυτοί αν και εκείνη τα κατάφερνε. Ακριβώς, όμως, πριν φτάσει στη βρύση, ένας έφιππος Τούρκος στρατιώτης την πλησίασε και άρχισε να ξεστομίζει βρισιές. Σήκωσε το μαστίγιό του και της έδωσε μία, όπως θα χτυπούσε ένα βόδι ή ένα γαϊδούρι. Έπεσε στα γόνατα. Τότε κατέρρευσα και εγώ στο έδαφος, με την καρδιά μου ξεσκισμένη από τον πόνο. Ο Πατέρας πέταξε ό,τι κρατούσε και έτρεξε κοντά της.


"Νερό, σε παρακαλώ," είπε η Μητέρα στον στρατιώτη.

Ο Πατέρας προσπάθησε να σηκώσει τη Μητέρα στα πόδια της.

"Παρακαλώ."

Ο στρατιώτης σήκωσε ξανά το μαστίγιο, ξεστομίζοντας και πάλι βρισιές. Θα την ξαναχτυπούσε, αλλά πρόλαβε και την πήρε αγκαλιά ο Πατέρας απομακρύνοντάς την.

Η απογοήτευση στα λασπωμένα πρόσωπα των πεζοπόρων δεν διακρίνονταν σχεδόν καθόλου. Πιο πολύ έβλεπες το μούδιασμα στα μάτια τους, το μούδιασμα που έρχεται από τις πολλές στερήσεις και τις συνεχείς ταπεινώσεις. Η Μητέρα κουτσοπερπάτησε μέχρι τη θέση της, και οι άλλοι σαν ρομπότ συνέχισαν το δρόμο τους.

Εκείνη την ημέρα τάχα πέθανε η μικρή Μαρία; Δεν θυμάμαι. Θυμάμαι μοναχά το μικρό της κορμάκι που ήταν δεμένο στην πλάτη της Χριστοδούλας όπως κάνουν οι Ινδιανοί, και το μικρό της κεφαλάκι να πηγαίνει πέρα-δώθε. Θυμάμαι μονάχα ότι κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και το καυτό σώμα μου το έλουσε ξαφνικά παγερός ιδρώτας.

"Μαμά!" είπα όσο πιο ήρεμα μπόρεσα, ελπίζοντας ότι η ηρεμία μου αυτή θα βοηθούσε την κατάσταση να γίνει και πάλι ίδια. "Η Μαρία δεν φαίνεται καλά."

Η Μητέρα σήκωσε το βλέμμα της και ξέσπασε σε λυγμούς. Το πρόσωπο της Μαρίας είχε γίνει σταχτί. Τα μάτια της μας κοιτούσαν ορθάνοικτα σαν της σπασμένης κούκλας-ενώ το κεφάλι της συνέχισε να πηγαίνει πέρα-δώθε σε κάθε βήμα.

"Τι συμβαίνει;" ρώτησε πανικόβλητη η Χριστοδούλα. "Τι είναι;"

Μείναμε εκεί στο δρόμο, νοιώθοντας να μας πλακώνει ένας σωρός από πέτρες. Οι κουρασμένοι συνοδοιπόροι μας περνούσαν δίπλα μας και συνέχιζαν την πεζοπορία. Η Μητέρα πήρε τη Μαρία από τη πλάτη της Χριστοδούλας και την κράτησε στην αγκαλιά της καθώς τα δάκρυά της έπεφταν στο άψυχο προσωπάκι.

"Κουνηθείτε!" φώναξε κάποιος στρατιώτης που ήρθε καβάλα μέχρι εκεί που στεκόμασταν.

"Το μωρό μου," ψέλλισε η Μητέρα.

Του έδειξε τη Μαρία, λες και περίμενε ότι θα ένοιωθε και αυτός λίγο από το πόνο και την ταραχή της.

"Το μωρό μου."

"Πέταξέ το, αν είναι πεθαμένο!" φώναξε. "Κουνηθείτε!"

"Αφήστε με να τη θάψω," παρακάλεσε η Μητέρα με λυγμούς.

"Πέταξέ το!" φώναξε πάλι, σηκώνοντας το μαστίγιο. "Πέταξέ το!"

Η Μητέρα έσφιξε το σώμα της Μαρίας στο στήθος της καθώς σηκωνόμασταν όρθιοι κοιτάζοντάς τον έκπληκτοι. Το πρόσωπό της είχε μια βασανισμένη έκφραση που δεν είχε ξαναδεί ποτέ. Ο Πατέρας προσπάθησε να πάρει τη Μαρία, για να την ακουμπήσει κάτω, υποθέτω, αλλά η Μητέρα την έσφιξε ακόμα περισσότερο. Μετά, περπάτησε μέχρι το μεγάλο πέτρινο τοίχο που χώριζε το δρόμο από την πόλη και σήκωσε τη Μαρία για να την ακουμπήσει πάνω στον τοίχο, σαν σε βωμό κάποιου Θεού.

Εκείνο το βράδυ, η Μητέρα κοιμήθηκε κλαίγοντας. Κάθε φορά που έκλεινα τα μάτια μου, έβλεπα τη Μητέρα να σηκώνει τη Μαρία προς τον ουρανό σαν να κάνει θυσία. Η εικόνα του άψυχου κορμιού της ακουμπισμένου στον τοίχο, σαν προσφορά σε παγανιστική τελετή, με ακολούθησε και στα όνειρά μου όλες τις επόμενες μέρες. Κάθε φορά που σκεφτόμουν ότι η αδελφούλα μου είχε μείνει ξαπλωμένη και μόνη στον καυτερό ήλιο, με τα αρπακτικά πουλιά να περιφέρονται από ψηλά περιμένοντας να απομακρυνθούμε, οι λυγμοί μου ξαναγυρνούσαν αβάσταχτοι.

Η κυρία Φράγγου,παρεχώρησε το κείμενο της μετάφρασης της στην κυρία Λένα Σαββίδου,για τις ανάγκες της ραδιοφωνικής εκπομπής της Ευξείνου Λέσχης Ποντίων και Μικρασιατών ν. Τρικάλων, "Ανέβζηγος Αροθυμία". To αφήγημα «Ούτε το όνομά μου» παρέμεινε στις λίστες των ευπώλητων βιβλίων για 52 εβδομάδες, ενώ η μεταφράστρια Μαρίνα Φράγκου τιμήθηκε με το Α’ Βραβείο Μετάφρασης (2002-2003) από την Έταιρεία Ελλήνων Μεταφραστών Λογοτεχνίας.

Η Thea Halo διαβάζει Thea Halo: http://thalassa-karadeniz.mylivepage.com/file/2166/5133_%CE%91%CE%9D%CE%95%CE%92%CE%96%CE%97%CE%93%CE%9F%CE%A3_%CE%91%CE%A1%CE%9F%CE%98%CE%A5%CE%9C%CE%99%CE%9114-_%CE%97_%CE%9C%CE%91%CE%9D%CE%91_%CE%A4%CE%97%CE%A3_%CE%A0%CE%A1%CE%9F%CE%A3%CE%A6%CE%A5%CE%93%CE%99%CE%91%CE%A3.mp3 

Το αρχικό κείμενο στην Αγγλική: 

Each day Mathea was heavier on my back, and my clammy, long-sleeved dress,
thick with dust and perspiration, stuck to me like wet glue. With each
passing day, Mother seemed more debilitated, perhaps from the extra strain
of nursing the twins without proper food or water. At the edge of a small
town, there was a water fountain with water flowing continuously, spilling
its cool treasure into a stone bowl, then overflowing onto the ground,
turning the stones around it black. I had never seen Mother so in need of
anything before. She had always been the graceful, patient jewel the Turks
rightly named ¨Kozel. But Mother left the file to stumble to the fountain.
The exiles stopped and watched expectantly, ready to race for the fountain
also if she succeeded in her quest. But just before she reached it, a
Turkish soldier trotted up on his horse spitting out commands. He raised
his whip and gave her a lash like one would an ox or a donkey. She fell to
her knees as my feet rooted to the earth and my heart slit open. Father
threw down his bundles and ran to her.
"Water, Please," Mother said to the soldier. Father tried to raise Mother
to her feet.
"Please."
The soldier raised his whip again, spitting out more abuse. He would have
hit her again but Father threw his arm around her shoulder and pulled her
away.
The disappointment on the marchers' dirt-streaked faces was barely
noticeable. It was more like numbness that showed in their eyes, the
numbness that comes from deprivation and prolonged defeat. Mother stumbled
back to her place as the others turned like robots to continue their march.
Was it on that day that little Maria died? I don't remember. I only
remember her little body tied to Christodoula's back like a papoose, her
little head bobbing back and forth, and the realization that something was
wrong crept up my hot body with a cold, clammy, panic.
"Mama!" I said as calmly as I could, hoping my calmness would make
everything all right. "Maria looks funny."
Mother looked up and burst into tears. Maria's face had turned ashen. Her
eyes stared out at nothing like little doll eyes that were broken in an
open position, and her head rolled back and forth with each step.
"What's wrong?" Christodoula demanded in a panic. "What is it?"
We stopped in the road like a pile of stones in a river; the weary exiles
ruptured out around us and continued their march. Mother took Maria from
Christodoula's back and cradled her in her arms as her tears washed Maria's
lifeless face.
"Move!" a soldier shouted as he trotted up to where we stood.
"My baby," Mother said. She held out Maria for the soldier to see, as if
her shock and grief could also be his. "My baby."
"Throw it away if it's dead!" he shouted. "Move!"
"Let me bury her," Mother pleaded, sobbing.
"Throw it away!" He shouted again, raising his whip. "Throw it away!"
Mother clutched Maria's body to her breast as we stood staring up at him.
Her face was gripped with a torment I had never seen before. Father reached
for Maria, to put her down I suppose, but Mother clutched her even more
tightly. Then she walked over to the high stone wall that separated the
road from the town and lifted Maria up to lay her on the wall's top as if
on an altar before the Almighty. That night Mother cried herself to sleep.
And each time I closed my own eyes, I saw her holding Maria up to the
heavens like an offering. The image of her lifeless body lying on the wall,
like some gift in a pagan ritual, followed me even into my dreams and all
through the next days. Each time I thought of my little sister left lying
there alone in the burning sun, with the buzzards flying about waiting for
us to pass, the sobs would come without my ability to control them.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου